Παίρνει ο Τοτός τους βαθμούς του και πάει σπίτι. - Δώσε μου να δω την βαθμολογία σου, του λέει ο μπαμπάς του. - Δεν γίνεται. Έδωσα τον έλεγχό μου στην Μαρία. - Αφού η Μαρία είναι πολύ καλύτερη μαθήτρια από σένα, λέει η μαμά του. - Ναι, αλλά ήθελε να κάνει πλάκα στους γονείς της...
Βάζει η δασκάλα στα παιδιά να γράψουν έκθεση για το πως περάσαν τα Χριστούγεννα. Παίρνει ο Τοτός το τετράδιό του και αρχίζει να γράφει: "Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..." Δεύτερη σελίδα: "Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..." Τρίτη σελίδα: "Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε..." Τέταρτη σελίδα: "Χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε και στο τέλος το έστρωσε!"
Βάζει η δασκάλα εργασία στα παιδιά να γράψουν μία παράγραφο που να έχει την φράση: "Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα". Λέει ο Γιαννάκης: - Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου και έρχεται η λιμουζίνα και πάει εμένα στο σχολείο, την μαμά μου στο Κολωνάκι και τον πατέρα μου στο γραφείο του. Το μεσημέρι έρχεται η λιμουζίνα και μας παίρνει, πάμε σπίτι και τρώμε όλοι μαζί, ενώ ο μπαμπάς μου διαβάζει τους Νew York Times. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια. Λέει ο Κωστάκης: - Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου, έρχεται η τζάγκουαρ και με πηγαίνει στο σχολείο, πηγαίνει τον μπαμπά μου στην δουλειά του, και την μαμά μου στο Κολωνάκι. Το μεσημέρι πάλι η τζάγκουαρ έρχεται και μας πάει σπίτι. Στο τραπέζι ο μπαμπάς μου διαβάζει την Ναυτεμπορική, και τον Επενδυτή. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια. Λέει ο Τοτός: - Εγώ ξυπνάω το πρωί, ντύνομαι, παίρνω το λεωφορείο, στριμόχνομαι με άλλους και πηγαίνω σχολείο. Το σαββατοκύριακο πηγαίνω με την οικογένεια μου στο χωριό και στο αυτοκίνητο στριμόχνομαι με τα αδέρφια μου. Όταν φτάνουμε βλέπω την γιαγιά μου να κατεβαίνει τον λόφο κρατώντας στο ένα χέρι μια πολιτική εφημερίδα και στο άλλο το Μαντάμ Φίγκαρο. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι η γιαγιά μου είχε πάει για χέσιμο...
Ήταν μια φορά ο Μπόμπος στην εκκλησία με την μάνα του και της λέει: - Μαμά, μπορούμε να φύγουμε; - Όχι, ακόμα παιδί μου. - Μα δεν είμαι καλά, και θέλω να κάνω εμετό! - Ε, τότε βγες εξω, πήγαινε σε έναν θάμνο και μην αργήσεις! Σε ένα λεπτό ξαναγυρίζει ο Μπόμπος: - Πότε πρόλαβες; τον ρωτάει η μαμά του. Σου πέρασε; - Α, δεν χρειάστηκε να ψάξω. Όπως έβγαινα είδα στην έξοδο ένα κουτί που έγραφε "ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ".
|