- Ο Θεός πέθανε!(Νίτσε) - Ο Νίτσε πέθανε!(Θεός)
Ένας παπάς αγοράζει μια χιλιάρα. Βγαίνει λοιπόν την πρώτη μέρα έξω με τεράστια ταχύτητα! Tον βλέπει ένας αστυνομικός και εκεί που πάει να τον γράψει πιστεύοντας ότι δε θα προλάβει να σταματήσει στο κόκκινο, βλέπει τον παπά να καταφέρνει να σταματάει! Αυτό επαναλαμβάνεται άλλες τρεις φορές. Ο αστυνόμος που θέλει οπωσδήποτε να τον γράψει, την τελευταία φόρα τον ρωτάει πως καταφέρνει το ακατόρθωτο! Αυτός τότε του απαντάει: - Έχω μαζί μου την Παναγία και το Χριστό... Και τότε ο αστυνόμος του λέει ευχαριστημένος: - Έκανες παράβαση...το τρικάβαλο απαγορεύεται!!!!!
Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας Ιερέας. Κάθε Παρασκευή ήταν το μυστήριο της εξομολόγησης. Κάθε φορά πήγαιναν οι γυναίκες του χωριού και του έλεγαν: - Πάτερ, απάτησα τον άντρα μου 2- 3 - 5 - 10 φορές... Ο παπάς είχε αρχίσει να τα παίρνει. Έτσι αποφάσισε και τους είπε: - Όταν απατάτε τους άντρες σας θα λέτε: "γλίστρησα", και θα εννοούμε: προχώραγα στο δρόμο, "γλίστρησα" μπροστά στα πόδια ενός άντρα, και ότι ήταν πρόκυψε... Όπως και έγινε. Πήγαιναν οι γυναίκες και έλεγαν: - Πάτερ, "γλίστρησα" 5 φορές, ή 10 φορές, ή 20 φορές... Κάποια στιγμή ήρθε και το καλοκαίρι, και ο παπάς πήρε την αδειά του. Όμως ξέχασε να ενημερώσει τον αντικαταστάτη του για το "γλίστρημα". Παίρνει τηλέφωνο τον πρόεδρο του χωριού και τον ενημερώνει για να το πει στον καινούργιο παπά. Ο πρόεδρος όμως το ξεχνάει. Έτσι κάθε Παρασκευή στη Θεία εξομολόγηση πήγαιναν οι γυναίκες και έλεγαν πόσες φορές είχαν γλιστρήσει μέσα στην εβδομάδα. Ο παπάς που δεν καταλάβαινε τους έλεγε να προσέχουν και τους έδινε συμβουλές όπως για παράδειγμα να φοράνε καλύτερα παπούτσια κλπ... Κάποια στιγμή όμως άρχισε να του τη σπάει του παπά, και τσαντισμένος πάει στον πρόεδρο του χωριού και του λέει: - Φτιάξε και κανένα καλό πεζοδρόμιο, πρόεδρε! - Γιατί το λες αυτό πάτερ μου; του απαντά ο πρόεδρος - Όλες οι γυναίκες γλιστράνε στους δρόμους πρόεδρε... Και ο πρόεδρος που κατάλαβε άρχισε να γελάει, αλλά ο πάτερ συνεχίζει: - Τι γελάς πρόεδρε; αυτήν την εβδομάδα, η γυναίκα σου η κυρά Μαρία γλίστρησε 4 φορές!!!
Μια φορά μια καλόγρια, που είχε πάει στην πόλη, έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι και μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει ωτοστόπ. Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή: -Για το μοναστήρι, αδελφή, έμπα να σε πάω, με βγάζει ο δρόμος μου. Μπαίνει, λοιπόν και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, ωραία ντυμένη, με ακριβά κοσμήματα και όλα τα συναφή. Περίεργη καθώς ήταν η καλόγρια τη ρωτάει: -Δεσποινίς μου, υποθέτω ότι αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε θα σας κόστισε ακριβούτσικα. -Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά. Η καλόγρια βουβάθηκε και κάνει να γυρίσει από την άλλη και να σου βλέπει μια φανταστική γούνα. -Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, θα σας κόστισε, φαντάζομαι. -Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά. Ενώ είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά, έφτασαν στο μοναστήρι. Πριν κατεβεί, η καλόγρια κάνει άλλη μια ερώτηση: -Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με άλλη μια φορά για την αδιακρισία μου αλλά θα είχα την περιέργεια να μάθω αν αυτή η Mercedes σας κόστισε πολύ; -Μπα, ίσα-ίσα μια εβδομάδα ερωτικών βραδιών. Η καλόγρια ευχαρίστησε την ευγενική κοπέλα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και πάει και κλείνεται στο κελί της. Κάποια στιγμή ακούει να της χτυπούν την πόρτα. -Ποιος είναι; -Άνοιξε, αδελφή Μαρία, ο πατήρ Ευάγγελος είμαι. Και απαντάει η καλόγρια: -Πατήρ Ευάγγελε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου με γεύση μέντα.
Πάει μια γυναίκα σε ένα παπά να εξομολογηθεί. Του λέει: - Παπά μου, φίλησα τον Γιώργο. - Τι;; λέει ο παπάς. Παίρνει το laptop κάνει υπολογισμούς και της λέει: 10 ημέρες νηστεία. Την επόμενη μέρα πάει ξανά η γυναίκα στον παπά να εξομολογηθεί: - Παπά μου έπιασα την πού**α του Γιώργου. - Τι;; λέει ο παπάς. Παίρνει το laptop κάνει υπολογισμούς και της λέει: 50 ημέρες νηστεία. Την επόμενη μέρα πάει ξανά η γυναίκα στον παπά να εξομολογηθεί: - Παπά μου, ο Γιώργος μου τον έχωσε λίγο. - Τι;; λέει ο παπάς. Πόσο λίγο; - Εεε, νααα ... 10 πόντους! Παίρνει το laptop ο παπάς, κάνει υπολογισμούς, ξανακάνει, ξανακάνει, οπότε γυρίζει και της λέει: - Δεν πας να σου βάλει άλλους 3 πόντους, γιατί όλο μου βγαίνει δεκαδικός;
Δύο οι εξομολογητές στην ενορία του αποστόλου Παύλου, ο καθένας με το δικό κουβούκλιο για να δέχεται τους αμαρτωλούς πιστούς. Έξω από τα κουβούκλια, πέντε με έξι άτομα περιμένουν να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους. Ο πάτερ Γρηγόριος, στο πρώτο από τα κουβούκλια, δέχεται τον επόμενο πιστό. - Πάτερ, συγχώρεσε με γιατί αμάρτησα. - Μην ανησυχείς τέκνο μου, ο Θεός είναι μεγάλος. Πες μου την αμαρτία σου και αυτός θα σου δώσει άφεση. - Να, πάτερ μου, σε μια στιγμή αδυναμίας, έκλεψα από το τοπικό μπακάλικο τρία πορτοκάλια. Ο πάτερ Γρηγόριος, εμφανίζει από το πουθενά έναν τόμο τεραστίων διαστάσεων, σκονισμένο και φθαρμένο από την πολυκαιρία. Ανοίγει το βαρύ εξώφυλλο και αρχίζει να μουρμουράει στον εαυτό του ψάχνοντας τα περιεχόμενα: - Κλοπή ... κλοπή ... χμμ, ίσως υπεξαίρεση ... Α! νάτο: Υπεξαίρεση φρούτων: τρεις μέρες νηστείας και μια λαμπάδα στην αγιοσύνη του. Τέκνο μου, αυτή θα είναι και η ποινή σου. Πήγαινε με την ευχή του Θεού. Ο δεύτερος πιστός είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα. - Πάτερ, συγχώρεσε με γιατί αμάρτησα. - Τέκνο μου, μείνε ήσυχη. Ο θεός έχει μεγάλη καρδιά. Εξομολογήσου τις αμαρτίες σου και θα συγχωρεθείς. - Πάτερ, μου είναι δύσκολο ... δεν ξέρω πως να το πω ... δηλητηρίασα το σκύλο του γείτονα μας. - Α, τέκνο μου. Σοβαρό αυτό. Για να δω ... Το χοντρό βιβλίο επανεμφανίζεται. Οι σελίδες γυρνάνε, και το εξασκημένο δάχτυλο του Πατέρα Γρηγόριου σαρώνει τα περιεχόμενα. - Α, μάλιστα: Δηλητηρίαση κατοικίδιων ζώων: σελίδα 1366. Δωδεκαήμερη μετάνοια, νηστεία, καθημερινό πρόσφορο στο ναό και συγνώμη από το γείτονα. Ο Θεός μαζί σου τέκνο μου. Η τρίτη πιστή διαφέρει από τους προηγούμενους. - Πάτερ, συγχώρεσε με, αμάρτησα. - Ησύχασε τέκνο μου. Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορεί να συγχωρεθεί, αν πραγματικά έχεις μετανοήσει. - Πάτερ διστάζω. Είναι βαρύ, πραγματικά βαρύ. Είναι από αυτά που δεν λέγονται. Έκανα ... να, ... έκανα μια πίπα σε έναν άντρα. Ατάραχος ο Πάτερ Γρηγόριος, καταφεύγει αμέσως στο Βιβλίο: - Πίπα... Πίπα ... μπα, μάλλον τσιμπούκι.. τσιμπούκι... ούτε; περίεργο ... πεοθηλασμός ίσως; ... πεοθηλασμός .. δεν μπορεί, κάπου εδώ θα είναι ... να ξαναδώ ... πίπα ... αυτό είναι πρωτάκουστο. (Δυνατά) -Μια στιγμή, τέκνο μου. Υπάρχει μια μικρή ανωμαλία εδώ. Βγάζει το κεφάλι απο το κουβούκλιο και φωνάζει: - Πάτερ Νικόλαε, πόσο πάει το τσιμπούκι; - Δύο χιλιάρικα, αλλά τώρα έχω άλλον μέσα.
Μια εναλλακτική άποψη για το πώς ο Θεός διάλεξε τους Εβραίους για να δώσει τις εντολές στον κόσμο. Πρώτα πλησίασε τους Ιταλούς: - Τι εντολές προσφέρεις; - Ου φονεύσεις. - Σκούζι αλλά δεν ενδιαφερόμαστε. Μετά πλησιάζει τους Έλληνες: - Τι εντολές προσφέρεις; - Ου κλέψεις. - Συγγνώμη αλλά δεν θα πάρουμε. Μετά πλησιάζει τους Γάλλους: - Τι εντολές προσφέρεις; - Ου θελήσεις τη γυναίκα του γείτονά σου. - Merci αλλά δεν θα πάρουμε. Πλησιάζει τέλος τους Εβραίους: - Πόσο κάνουν; - Μα, είναι δωρεάν. - Πιάσε δέκα.
Ένας παπάς και μία καλόγρια χάνονται σε μία χιονοθύελλα κι εκεί που περπατούσαν εντελώς αποπροσανατολισμένοι ξαφνικά βλέπουν ένα ωραίο σπίτι. Ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα, αλλά δεν ήταν κανείς. Δεν πειράζει σκέφτηκαν και πήγαν να κοιμηθούν, αλλά υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι κι έτσι ο παπάς το παραχώρησε στην καλόγρια και θα κοιμόταν ο ίδιος στο πάτωμα μέσα σε έναν υπνόσακο. Εκεί που είχε ξαπλώσει αυτός και είχε κλείσει και το φερμουάρ του υπνόσακου, του λέει η καλόγρια: - Πάτερ, κρυώνω. - Αδερφή, κάτσε στο κρεβάτι, θα πάω να σου φέρω εγώ να σκεπαστείς. Πάει μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα, της φέρνει μία κουβέρτα. Ξαναπέφτει για ύπνο στο πάτωμα, όταν μέσα σε δύο λεπτά: - Πάτερ, ακόμα κρυώνω. - Αδερφή, μην ανησυχείς, θα σου φέρω εγώ κουβέρτα. Πάει πάλι μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα και της φέρνει κι άλλη κουβέρτα. Ξαναπέφτει για ύπνο, οπότε γυρνάει σε ένα λεπτό πάλι η καλόγρια: - Πάτερ, κάνει πολύ κρύο γιατί εγώ ακόμα κρυώνω. - Αδερφή, κοίτα. Είμαστε μόνοι μας στη μέση του πουθενά και δεν μας βλέπει κανένας. Θα σε πείραζε για απόψε να κάνουμε σαν να ήμασταν ένα παντρεμένο ζευγάρι και να κάνουμε ότι κάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι; - Όχι πάτερ, δεν θα με πείραζε. - Ε τότε σήκω πάνω και πάρε την μόνη σου την καταραμένη την κουβέρτα!
|