Ήταν μία οικογένεια, η μαμά, ο μπαμπάς και τα δύο παιδιά και πήγαν διακοπές στην Μύκονο. Και λέει η μαμά στα παιδιά: - Λοιπόν παιδιά, επειδή εδώ που ήρθαμε είναι ένα πολυσύχναστο νησί και για να μην καταλάβουν ότι είμαστε από χωριό, εμένα θα με λέτε mummy και τον μπαμπά σας daddy. Εντάξει; - Εντάξει! λένε τα παιδιά. Την επόμενη μέρα πάνε για μπάνιο και έτσι όπως κάναν μπάνιο τα παιδιά φωνάζουν στους γονείς τους: - Mummy, Daddy, τηράτι πως πλατσανάμι...!
Χαμός το βράδυ στο καφενείο του χωριού, και ο καφετζής δεν προλαβαίνει να κουβαλάει τα τσίπουρα.
Ένας από την παρέα, ο Παναγής, που έχει έρθει από το διπλανό χωριό, έχει μαζί και τον γιό του, ένα μπόμπιρα τεσσάρων χρονών. Μπαίνει κάποιος στο καφενείο και ρίχνει "σύρμα": - Μάγκες, μπροστά στο μύλο του Γιώργη, οι μπάτσοι κάνουν αλκοτέστ. Ο Παναγής τον κοιτάζει λοξά: - Και κωλώνεις ρε μάγκα; Χαλασμένο είναι το μηχάνημα. Μάστορα, δυο τσίπουρα! - Χαλασμένο; Πού το ξέρεις ρε Παναγή; - Ακου που σου λέω, λάθος δείχνει. Έρχονται τα δυο τσίπουρα, πίνει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο γιο του. - Ρε Παναγή, όχι τσίπουρο στο μωρό ρε! - Μη φοβάσαι ρε! Ξέρει το παιδί! Μετά από λίγο... - Μάστορα, άλλα δύο τσίπουρα! Τραβάει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο μπόμπιρα. Μετά από λίγο... - Μάστορα, πιάσε άλλα δυο! Ένα ο Παναγής, ένα ο μπόμπιρας... Κάποτε σηκώθηκε ο Παναγής, μπήκε στο αγροτικό με τον μικρό και τράβηξε για το χωριό του. Στο μύλο του Γιώργη, τον σταματάνε οι αμείλικτοι φρουροί του νόμου. - Καλώς τον Παναγή. Τι ήπιαμε σήμερα; - Τίποτε δεν ήπιαμε, λέει ήσυχα ο Παναγής. - Για φύσα στη φούσκα να δούμε, λέει το όργανο της Τροχαίας. Φυσάει ο Παναγής, NTANΓK... η βελόνα στο κόκκινο! - Δεν μπορεί, λέει ο Παναγής, χαλασμένο θα 'ναι! - Χαλασμένο; Για ξαναφύσα... Ξανά στο κόκκινο η βελόνα... - Παναγή, άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, ΚΤΕΟ, πυροσβεστήρα, φαρμακείο... - Για βάστα ρε μάστορα... λέει ο Παναγής. Για βάλε το μωρό να φυσήξει... Φυσάει ο μπόμπιρας, NTANΓK... η βελόνα ξανά στο κόκκινο! - Βλέπεις; Χαλασμένο είναι... Αντε, καληνύχτα κύριε Τροχονόμε...
Ένας βλάχος πάει για διακοπές στο Παρίσι. Πέρασε από πύργους, από λίμνες, από μουσεία, και την τελευταία μέρα πέρασε από τον δρόμο που σκοτώθηκε η Νταϊάνα. Εκεί, ρώτησε έναν περαστικό: - Ρε φίλε, κοιτάω, ξανακοιτάω, αλλά δεν καταλαβαίνω πως σκοτώθηκε εδώ η Πριγκίπισσα... - Ένα θα σου πω, του απαντάει ο περαστικός: ΠΑΠΑΡΑΤΣΙ...! Όταν λοιπόν ο βλάχος γύρισε στο χωριό του, διηγείται στους άλλους βλάχους: - Πέρασα πολύ ωραία. Γύρισα όλη την περιοχή...! Ήταν φανταστικά! Αααα, πέρασα και από το δρόμο που σκοτώθηκε η Νταϊάνα... Λοιπόν μάγκες, το μυστήριο λύθηκε! Ξέρετε πως σκοτώθηκε; - Πως καλέ; ρωτούν όλοι με αγωνία. - Ένα θα σας πω: ΠAPAΠATΣ...!!!
Ρωτάει ένας Κρητικός το φίλο του: - Τι ώρα είναι, ρε σύντεκνε; - Δέκα και δέκα. - Για δε μου λες είκοσι, να καταλάβω;
Τα αδέρφια Αντώνης και Γιώργος πάνε στην παραλία για μπάνιο. Αρχίζουν και παίζουν με την μπάλα. Ξαφνικά ξεφεύγει η μπάλα και πέφτει στο κεφάλι μιας αγγλίδας. Πάει ο Αντώνης να την πιάσει... Αγγλίδα: - Oh! Is it yours; Αντώνης: - Ποιος Γιωρς μωρέ, η Αντώνς είμαι!!
Εν να σου πιάσω όρνιθες εν να σου πιάσω γάρο εσένα άμαν σκέφτουμε κοντέφκο να τουμπάρω εν να ρτω νύχτα έσσω σου με σκάλα να σε κλέψω τζε να σε πάρω βουριστή στις τσούρες να γαλέψω για εσένα ρα πεζούνα μου πεφτω μες στην φοθκια τζε γίνομαι για λόου σου αυκά τιανιτά, ζήτα μου οτιδήποτε ζήτα μου ότι θέλεις τζε εγώ εν να πάω βουριστός παντές τζε είμαι ο κεντέρης........
|