Ένας πατέρας θέλει να στείλει το παιδί του στον πολιτισμό μιας και στο χωριό του όλοι είναι πολύ πίσω, του λέει λοιπόν ο πατέρας: - Παιδί μου, θα ακολουθήσεις αυτά τα δύο σίδερα (γραμμες τραίνου) και στην πρώτη πόλη που θα βρεις θα δεις μία εκκλησία, ακριβώς δίπλα μένει η θεία σου. Το παιδί λοιπόν ξεκινάει και μόλις μπαίνει στο πρώτο τούνελ ακούγεται "ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ, ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ" και ξαφνικά γυρίζει πίσω και βλέπει ένα τεράστιο φως να έρχεται κατά πάνω του. Πηδάει μετά δυσκολίας στην άκρη με τρεις πιρουέτες και δύο κωλοτούμπες και τη γλιτώνει. Στο δεύτερο τούνελ πάλι το ίδιο! Φτάνει στην πόλη, βλέπει την εκκλησία, και βρίσκει την θεία του. Μετά το καλωσόρισμα προσφέρεται η θεία του να του φτιάξει ένα φλυτζάνι και βάζει την τσαγιέρα στο μάτι. Η τσαγιέρα μετά από λίγο αρχίζει να κάνει "τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσούφ" και το παιδί ορμά στην τσαγιέρα και αρχίζει να την κοπανάει με μία καρέκλα. - Μα τι κάνεις, παιδί μου;! ρωτά η θεία του. - Αυτά, θεία, να τα σκοτώνεις από μικρά γιατί άμα μεγαλώσουν την έχεις κάτσει...
Μια κατσαρίδα είναι ανάσκελα στο πάτωμα με τα πόδια ψηλά. Περνά μία γνωστή της: - Αερόμπικ, αερόμπικ; - Όχι βρε ηλίθια! Αεροξόλ!
- Πως λέγεται η καυτή γκόμενα στην Λάρισα; - Τυροκαυτερή!
Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά: - Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ ... . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω. - Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι; - Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω; - Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς "μπεε..." και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει; - Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης. Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο: - Πως λέγεσαι κατηγορούμενε; - Μπεε, απαντά αυτός. - Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε; - Μπεε, απαντά και πάλι αυτός. - Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε; - Μπεε, λέει πάλι αυτός. Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς: - Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος! Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά: - Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι. Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος: - Μπέε!
Πάει να επισκεφτεί ένας Αθηναίος ένα φίλο του στην Λάρισα: Φτάνει, χτυπά την πόρτα βγαίνει η γυναίκα του φίλου του και λέει: - Ουρίστε; Και λέει αυτός. - Δεν θέλω, ευχαριστώ.
Ο Σήφης πάει σ' ένα κρητικό γλέντι. Μια στιγμή ακούγεται μια φωνή. - Ε μωρέ Σήφη, πες μας δα κι εσύ μια μαντινάδα.
Ο Σήφης παίρνει ύφος. - Μέσα στη χέρα μου κρατώ χώμα του Ψηλορείτη να το σκορπώ όπου πατώ για να μυρίζει Κρήτη, ανοξείδωτον.
- Ωραία μαντινάδα Σήφη αλλά γιάντα τό 'πες αυτό το τελευταίο ; - Δε κατέχω, ετσά έγραφε στο μαχαίρι
|